πανδέτης

πανδέτης
παν-δέτης, ου, ,
A secure fastener, prob. name of a knot,

δήσας τινὰ πανδέτην PMag.Leid.V.5.23

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πανδέτης — ὁ, Α (πιθ. για είδος κόμπου) αυτός που δένει, που συνδέει ασφαλώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δέτης (< δῶ «δένω»), πρβλ. συν δέτης] …   Dictionary of Greek

  • πανδέτην — πανδέτης secure fastener masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”